μετριοφρόνως

μετριοφρόνως
(Μ μετριοφρόνως)
επίρρ. βλ. μετριόφρων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μετριόφρων — ον, αρσ. και μετριόφρονας (ΑΜ μετριόφρων, ον) αυτός που δεν τού αρέσει να επιδεικνύει την αξία του, που έχει απλούς τρόπους, σεμνός, απλός, ταπεινόφρων, μετριοπαθής. Επίρρ. μετριοφρόνως (Μ μετριοφρόνως) με μετριόφρονα τρόπο, με μετριοφροσύνη,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”